Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Διαφορές μεταξύ ερευνών και προπονητικής πράξης

Προτάσεις για βελτιώσεις - SPORTSFEED
Σαρασλανίδης Πλούταρχος
τ. Αναπληρωτής καθηγητής
προπονητικής κλασικού αθλητισμού

Η προπονητική πράξη, από την αρχαιότητα, στηρίζεται στην παρατήρηση των
αντιδράσεων του ανθρώπινου οργανισμού στην προπονητική επιβάρυνση. Όμως τα
τελευταία 50-60 χρόνια η εφαρμοσμένη έρευνα έχει δώσει πολλές αξιόπιστες
απαντήσεις στα προπονητικά ερωτήματα.
Παρόλα αυτά υπάρχουν διαφορές στον τρόπο ερμηνείας, αλλά η βασική
διαφορά μεταξύ δημοσιευμένων ερευνών και της προπονητικής πράξης είναι «το
μέρος από το σύνολο» ή το κομμάτι ενός «παζλ» από το σύνολο του «παζλ». Με
άλλα λόγια οι έρευνες εστιάζονται σε μια προπονητική παράμετρο (π.χ. δύναμη) και
σε ένα εξειδικευμένο στοιχείο (π.χ. ειδική δύναμη με μια συγκεκριμένη άσκηση), ενώ
ο προπονητής πρέπει να αποφασίσει για το σύνολο των προπονητικών απαιτήσεων,
που αφορούν το πρόγραμμα του κάθε αθλητή του.

Αυτή η διαφορά σημαίνει ότι ο προπονητής θα πρέπει να έχει μελετήσει την θεωρία
της προπόνησης και πολλά επιστημονικά άρθρα και να μπορεί να σχηματίσει το παζλ
της κατάλληλης προπόνησης για τον αθλητή του. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να
κάνει εκτίμηση της προπονητικής κατάστασης, η οποία έχει μια δυναμική. Δηλαδή θα
πρέπει να αναπροσαρμόζεται με βάση την πορεία της προπονητικής προσαρμογής.
Η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημονικών μελετών που διερευνούν μεθόδους -
μέσα προπόνησης εκτελούνται με φοιτητές ή με νεαρούς αθλητές συλλόγων. Αυτό
σημαίνει ότι τα αποτέλεσματα αυτών των ερευνών θα πρέπει να ερμηνευθούν
ανάλογα με την διαφορά επιπέδου μεταξύ των μελών της έρευνας και των
πρωταθλητών. Για παράδειγμα σε πολλές μελέτες με τράβηγμα αντίστασης με
έλκυθρο, όπου τα μέλη της έρευνας ήταν φοιτητές, έχει αποδειχθεί ότι όταν η
επιβάρυνση είναι 5-10% του σωματικού βάρους έχουμε θετικά αποτελέσματα για την
επιτάχυνση. Αντίθετα τα ίδια θετικά αποτελέσματα, σε κορυφαίους αθλητές
επιτυγχάνονται με επιβάρυνσεις 20-30%.
Επίσης σημαντικές διαφορές παρατηρούνται στην πράξη, σε σχέση με τις έρευνες,
στα διαλείμματα μεταξύ των επιβαρύνσεων όταν διαφοροποιείται το ποσοστό
συμμετοχής των μηχανισμών παραγωγής ενέργειας. Για παράδειγμα το διάλειμμα
μετά από μια διαδρομή 300-400μ. με μέγιστη ένταση θα είναι μεγαλύτερο σε ένα

πρωταθλητή, που ενεργοποιεί σε μεγαλύτερο ποσοστό τον αναερόβιο γαλακτικό
μηχανισμό, από ότι μια αθλήτρια που τρέχει, επίσης με μέγιστη ένταση, την ίδια
απόσταση 10΄΄- 15΄΄ πιο αργά.
Μια ακόμη σημαντική παράμετρος είναι η προπόνηση ταχύτητας με υπομέγιστη ή με
μέγιστη ένταση. Στις έρευνες οι ασκούμενοι υποχρεώνονται να τρέχουν με μέγιστη
ένταση για καλύτερες λειτουργικές (κυτταρικές) προσαρμογές. Όμως στην
προπονητική πράξη χρησιμοποιούνται, πολλές φορές, υπομέγιστες εντάσεις (90-95%)
της επίκαιρης ικανότητας, με στόχο να επιτευχθεί μεγαλύτερη ποσότητα επιβάρυνσης
που οδηγεί σε καλύτερες νευρομυϊκές προσαρμογές (=τεχνική).
Στο θέμα της δύναμης υπάρχει μεγάλη ερευνητική εργασία που αποδεικνύει ότι κάθε
άσκηση θα πρέπει να εκτελείται σε όλο το εύρος κίνησης της π.χ. βαθιά
καθίσματα(μπροστινό ή πίσω) αν στόχος είναι η μυϊκή υπερτροφία, δηλαδή η
ανάπτυξη της μέγιστης δύναμης. Στην αθλητική απόδοση όμως η μυϊκή υποτροφία
δεν είναι πάντα στόχος. Μάλιστα, η εκτέλεση των ημικαθισμάτων με γωνία 120 ο έχει
καλύτερη "μεταφορά" στην αθλητική απόδοση αφού έχει φανεί ερευνητικά ότι
αυξάνουν την αλτικότητα και την ταχύτητα περισσότερο από ότι τα βαθιά καθίσματα
ή ακόμα και τα ημικαθίσματα(90 ο ). Αυτό ίσως έχει να κάνει με το ότι το μοτίβο της
κίνησης των ημικαθισμάτων με μεγάλη γωνία είναι πιο όμοιο με τα σπριντ και τα
άλματα.
Αντίθετα με την τελευταία διαπίστωση, για την σωστή εφαρμογή στην μακροχρόνια
πορεία της προπόνησης δύναμης στον αναπτυξιακό αθλητισμό, αλλά και στην αρχή
του ετήσιου κύκλου στον πρωταθλητισμό, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι ασκήσεις με
βάρη σε όλο το εύρος της κίνησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου